Dictionary of Greek. 2013.
αγγάστρι — αγγαστριά, αγγαστρώνω κ.λπ. βλ. γγάστρι, γγαστριά, γγαστρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το α προθετικό] … Dictionary of Greek
γκαστριά — η βλ. γγαστριά … Dictionary of Greek
εγγαστριά — και γγαστριά, η εγκυμοσύνη … Dictionary of Greek